δοξομανία

δοξοματαιόσοφοι

δοξομιμητής
δοξο·ματαιό·σοφοι, ων (οἱ) [μᾰ] philosophes infatués de leur mérite, Epigr. (Ath. 162a).
Étym. δόξα, μάταιος, σοφός.