δρακοντόμαλλος

δρακοντόμιμος

δρακοντόμορφος
δρακοντό·μιμος, ος, ον [ᾰῑ] qui imite la flexibilité d’un serpent, Sopatr. (Ath. 230e).
Étym. δράκων, μιμέομαι.