δραμεῖν

δράμημα

δραμητέον
δράμημα, ατος (τὸ) [ᾰμ] course, Hdt. 8, 98 ; Eschl. Pers. 247 ; Soph. O.R. 193.
Étym. δραμεῖν, v. le préc. ; cf. δρόμημα.