δρεπανηΐς

δρεπανηφόρος

δρεπάνιον
δρεπανη·φόρος, ος, ον [] litt. qui porte une faux ou des faux, c. à d. armé de faux, Xén. An. 1, 7, 10 ; 1, 8, 10 ; Pol. 5, 53, 10 ; DS. 17, 53.
Étym. δρεπάνη, φέρω.