δρύϊνος

δρυΐτης

δρύκαρπον
δρυΐτης, ου () [] sorte de cyprès, Th. C.P. 1, 2, 2 ; δρ. λίθος, sorte de pierre précieuse, Plin. H.N. 37, 11.
Étym. δρῦς.