δρυπεπής

δρυπετής

δρύπεψ
δρυ·πετής, ής, ές [] qui tombe spontanément de l’arbre, mûr ; fig. Ar. (Ath. 133a ; sel. Mein. δρυπεπής).
Étym. δρῦς, πίπτω.