δρυφάκτωμα

δρυφάσσω

δρύψελον
δρυ·φάσσω (part. pf. pass. δεδρυφαγμένος) munir d’une cuirasse, Lyc. 758.
Étym. p. dissimil. p. *δρυφράσσω, de δρῦς, φράσσω.