Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
δυσαίθριος
δυσαιμορράγητος
δυσαίνητος
δυσ·αιμορράγητος,
ος, ον
[
ῠᾰ
] qui saigne difficilement,
Aét.
14, 5
.
Étym.
δ. αἱμορραγέω
.