δυσαισθητέω-ῶ

δυσαίσθητος

δυσαιτιολόγητος
δυσ·αίσθητος, ος, ον [] insensible, Polém. 179 ; Adam. Physiogn. 2, 22, p. 407 ; A. Aphr. Probl. 1, 72 ; Gal. 1, 346.
Étym. δ. αἰσθάνομαι.