δυσαγκόμιστος

δυσάγκριτος

δυσάγνος
δυσ·άγκριτος, ος, ον [ῠῐ] difficile à discerner, Eschl. Suppl. 110.
Étym. δ. *ἄγκριτος, p. sync. p. ἀνάκριτος, d’ἀνακρίνω.