Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
δυσχεραντέον
δυσχεραντικός
δυσχέρασμα
δυσχεραντικός,
ή, όν,
d’un caractère difficile, irascible,
M. Ant.
1, 8
.
Étym.
δυσχεραίνω
.