Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
δυσχερῶς
δυσχιδής
δύσχιμος
δυ·σχιδής,
ής, ές
[
ῐ
] difficile à fendre,
Th.
H.P.
3, 10, 1
.
Étym.
δ. σχίζω
.