Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
δύσχιμος
δύσχιστος
δυσχλαινία
δύ·σχιστος,
ος, ον,
difficile à fendre,
Th.
C.P.
5, 16, 4
.
Étym.
δ. σχίζω
.