δυσχορήγητος

δύσχορτος

δυσχρηστέω-ῶ
δύσ·χορτος, ος, ον, qui manque de fourrage, stérile, pauvre, Eur. I.T. 219 (συγχόρτους Weil).
Étym. δ. χόρτος.