Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
δυσχρηστέω-ῶ
δυσχρήστημα
δυσχρηστία
δυσχρήστημα,
ατος
(
τὸ
) incommodité, embarras,
Cic.
Fin.
3, 21
.
Étym.
δυσχρηστέω
.