δυσεπανόρθωτος

δυσεπίϐατος

δυσεπίϐολος
δυσ·επίϐατος, ος, ον [ῠῐᾰ] d’un accès difficile, DS. 1, 69 ; Apd. pol. 32.
Étym. δ. ἐπιϐαίνω.