δυσεπιϐούλευτος

δυσεπίγνωστος

δυσεπίθετος
δυσ·επίγνωστος, ος, ον [] difficile à connaître, App. Civ. 1, 18 ; Syn. 152c ||
Cp. -ότερος, Nyss.
Étym. δ. ἐπιγιγνώσκω.