δυσεπίστροφος

δυσεπίσχετος

δυσεπισχέτως
δυσ·επίσχετος, ος, ον [] difficile à arrêter (hémorragie, etc.) Gal. 10, 110 ; Arét. 107, 18 ; P. Eg. 154, 20.
Étym. δ. ἐπέχω.