δυσεπίθετος

δυσεπιθύμως

δυσεπικούρητος
δυσ·επιθύμως [ῠῐῡ] adv. δ. ἔχειν, Naz. être mal disposé, avec πρός et l’acc.
Étym. δ. ἐπίθυμος.