δυσέριστος

δυσερμήνευτος

δύσερως
δυσ·ερμήνευτος, ος, ον [] difficile à expliquer, obscur, DS. 2, 52 ; NT. Hebr. 5, 11 ; Phil. 1, 649.
Étym. δ. ἑρμηνεύω.