δύσερως

δυσερωτιάω-ῶ

δυσέσϐολος
δυσερωτιάω-ῶ [] être misérablement épris, A. Tat. 5, 1 ; τινος, Plut. (Stob. Fl. 93, 33, t. 3, p. 190, l. 2) de qqn.
Étym. δύσερως.