δυσετυμολόγητος

δυσευνήτωρ

δυσευπόριστος
*δυσ·ευνήτωρ, seul. dor. δυσευνάτωρ, ορος [ῠᾱ] adj. m. qui porte la ruine dans un nid, Eschl. Sept. 292.
Étym. δ. εὐνάω.