δυσκάθοδος

δυσκαμπής

δύσκαμπτος
δυσ·καμπής, ής, ές, difficile à courber, Plut. M. 953d ||
Cp. -έστερος, Orib. p. 242 Matthäi.
Étym. δ. κάμπτω.