δύσκαπνος

δυσκαρτέρητος

δυσκαρτερήτως
δυσ·καρτέρητος, ος, ον, difficile à supporter, Plut. Phoc. 4, Lyc. c. Num. 3, M. 546c.
Étym. δ. καρτερέω.