Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
δυσκατάλυτος
δυσκαταμάθητος
δυσκαταμαθήτως
δυσ·καταμάθητος,
ος, ον
[
ᾰᾰᾰ
] difficile à apprendre
ou
à comprendre,
Isocr.
210
b
;
DH.
Thuc.
9
||
Cp.
-ότερος,
Plat.
Pol.
303
d
.
Étym.
δ. καταμανθάνω
.