δυσκαής

δυσκαθαίρετος

δυσκάθαρτος
δυσ·καθαίρετος, ος, ον [] difficile à renverser, Phil. 1, 61 ; 2, 82 ; fig. difficile à vaincre, Jos. B.J. 2, 17, 4.
Étym. δ. καθαιρέω.