δυσκάθαρτος

δυσκάθεκτος

δυσκάθοδος
δυσ·κάθεκτος, ος, ον [] difficile à contenir, fougueux, effréné, Plut. Num. 4 ; Luc. Tim. 29 ||
Sup. -ότατος, Xén. Mem. 4, 1, 3.
Étym. δ. κατέχω.