δύσκηλος

δυσκινησία

δυσκίνητος
δυσκινησία, ας () [ῑν] difficulté de se mouvoir, Arstt. G.A. 5, 1, 29 ; P.A. 4, 9, 8 ; Plut. M. 127d ||
E Ion. -ίη, Hpc. Aph. 1257.
Étym. δυσκίνητος.