δυσκοίλιος

δυσκοινώνητος

δυσκοιτέω-ῶ
δυσ·κοινώνητος, ος, ον, insociable, Plat. Rsp. 486b ; Plut. Demetr. 3.
Étym. δ. κοινωνέω.