δυσπιστία

δύσπιστος

δυσπίστως
δύσ·πιστος, ος, ον :
1 difficile à croire, Palæph. 31, 2 ||
2 infidèle, D. Chr. 1, 411 au cp. δυσπιστότερος.
Étym. δ. πίστις.