δυσπόλεμος

δυσπολιόρκητος

δυσπολίτευτος
δυσ·πολιόρκητος, ος, ον, inexpugnable, Xén. Hell. 4, 8, 5 ; Pol. 5, 3, 4 ; Spt. 2 Macc. 12, 21 ; Jos. A.J. 2, 10, 2 ||
Cp. -ότερος, Xén. l. c.
Étym. δ. πολιορκέω.