δύσπονος

δυσπόρευτος

δυσπορέω-ῶ
δυσ·πόρευτος, ος, ον, difficile à traverser, peu praticable, Xén. An. 1, 5, 7 ; DC. 53, 22.
Étym. δ. πορεύομαι.