δυσπραγμάτευτος

δυσπραξία

δύσπρατος
δυσ·πραξία, ας () c. δυσπραγία, Eschl. Pr. 966 ; Soph. O.C. 1399 ; Eur. I.T. 514 ; au plur. Eschl. Eum. 769 ; Soph. Aj. 759 ; Isocr. 137a ; Arstt. Nic. 1, 11.
Étym. δ. πράσσω.