δυσπροσήγορος

δυσπρόσιτος

δυσπρόσμαχος
δυσ·πρόσιτος, ος, ον [] d’un abord difficile, DH. 4, 54 ; DC. 40, 34 ; en parl. de pers. peu affable, Eur. I.A. 345 ||
Cp. -ώτερος, Hdn gr. Epim. p. 203 Boissonade (δ. πρόσειμι 2).