δυσσύνακτος

δυσσυνάλλακτος

δυσσυνείδητος
δυσ·συνάλλακτος, ος, ον [σῠ] intraitable, insociable, Bas. 3, 1020 a Migne.
Étym. δ. συναλλάσσω.