δυσσύνετος

δυσσύνοπτος

δυσσῴστως
δυσ·σύνοπτος, ος, ον, difficile à voir d’ensemble, difficile à distinguer, Pol. 3, 84, 2 ; 8, 26, 6 ; fig. Jambl. V. Pyth. p. 380.
Étym. δ. συνόψομαι, fut. de συνοράω.