δυσθαλία

δυσθαλπής

δυσθανατάω-ῶ
δυσ·θαλπής, ής, ές :
1 difficile à échauffer, glacial, Il. 17, 549 ||
2 terriblement chaud, Q. Sm. 11, 156.
Étym. δ. θάλπω.