δυσθεραπευσία

δυσθεράπευτος

δυσθέρμαντος
δυσ·θεράπευτος, ος, ον [] difficile à soigner, à guérir, Hpc. 21, 26 ; fig. Soph. Aj. 609.
Étym. δ. θεραπεύω.