Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
δυσθήρατος
δυσθήρευτος
δύσθηρος
δυσ·θήρευτος,
ος, ον,
c. le préc.
Plat.
Soph.
218
d
(
var.
-θήρατος
) ;
261
a
.
Étym.
δ. θηρεύω
.