δυστόπαστος

δυστόχαστος

δυστράπεζος
δυ·στόχαστος, ou mieux δυσ·στόχαστος, ος, ον, difficile à viser, à atteindre, c. à d. à conjecturer, Plut. Ant. 28 ; Diosc. 2, 47 Spreng.
Étym. δ. στοχάζομαι.