δυσημής

δυσήνεμος

δυσηνιάστως
δυσ·ήνεμος, ος, ον [] où souffle un vent violent, DP. 759 ||
E Dor. δυσάνεμος [] Soph. Ant. 591.
Étym. δ. ἄνεμος.