δυσωπία

δυσωρέω-ῶ

Δύσωρον
δυσ·ωρέω-ῶ, ou p.-ê. δυσωρέομαι-οῦμαι (f. -ήσομαι) faire une garde pénible, Il. 10, 183.
Étym. δ. ὤρα.