δυωδεκάϐοιος

δυωδεκάδρομος

δυωδεκάμηνος
δυωδεκά·δρομος, ος, ον [] qui a douze fois parcouru le stade, c. à d. qui a fourni la course entière, Pd. O. 2, 92.
Étym. δ. δραμεῖν.