δυωδεκάμοιρος

δυωδεκάπαις

δυωδεκάπηχυς
δυωδεκά·παις, gén. αιδος (ὁ, ἡ) [ῠᾰ] qui a douze enfants, A. Pl. 132.
Étym. δ. παῖς.