Δηϊόταρος

δηϊοτής

Δηϊοφόντης
δηϊοτής, ῆτος ()
I hostilité, Od. 6, 203 ||
II p. suite : combat, bataille, Il. 3, 20 ; 5, 593 ; joint à πόλεμος, Il. 5, 348, etc. ; à μάχη, Il. 7, 290 ; à l’épithète αἰνός, Il. 5, 409 ; 7, 119 ; 22, 64.
Étym. δήϊος.