Δημογέρων

δημοδιδάσκαλος

Δημοδίκη
δημο·διδάσκαλος, ου () [ῐκᾰ] qui enseigne le peuple, prédicateur, sermonnaire, Syn. Ep. 153, 1553 b Migne.
Étym. δῆμος, δ.