Δημοκρατίδης

δημοκρατίζω

δημοκρατικός
δημοκρατίζω [] (seul. part. prés. et impf. ἐδημοκράτιζον) être partisan de la démocratie, App. Lib. 68 (impf.) et 70 (prés.).
Étym. δημοκρατία.