δημοπίθηκος

δημοποίητος

Δημόπολις
δημο·ποίητος, ος, ον, fait citoyen, c. à d. naturalisé citoyen, Plut. Sol. 24, M. 628a ; Luc. Scyth. 8 ; etc.
Étym. δ. ποιέω.