δημοσιόω-ῶ

δημοσιώνης

δημοσιωνία
δημοσι·ώνης, ου () qui prend à ferme les revenus de l’État, publicain, Str. 205 ; DS. 2, 531, 57 Dind.
Étym. δημόσιος, ὠνέομαι.