δημόθεν

δημοθοινία

δημόθροος-ους
δημο·θοινία, ας () banquet populaire ou public, Arstt. (Stob. Ecl. 1, 82) ; Luc. Dem. enc. 16 ; Alciphr. 1, 5.
Étym. δ. θοίνη.